χορταρώδης

χορταρώδης
-ες, Ν
(λόγιος τ.) γεμάτος χόρτο, χορταριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάρι. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1895 στο περιοδικό Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”